Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: πλανώ
1 εγγραφή
πλανώ [planó] -ιέμαι Ρ10.1 & -ώμαι Ρ11 λόγ. μππ. και πεπλανημένος* (συνήθ. παθ.) : 1. περιφέρομαι εδώ κι εκεί, από τόπο σε τόπο, περιπλανιέμαι: Ο Οδυσσέας πλανήθηκε δέκα χρόνια, ώσπου να γυρίσει στην Iθάκη. 2. (μτφ.) α. (για λόγια, φήμες) διαδίδομαι: Πλανιέται μια φήμη ότι θα γίνει πόλεμος. β. για κτ., συνήθ. απειλητικό, που το αντιλαμβανόμαστε αμυδρά και που ενδέχεται να ξεσπάσει, να συμβεί: Πλανιέται ο κίνδυνος / ο θάνατος. 3. απατώμαι, σχηματίζω εσφαλμένη εντύπωση, γνώμη, κρίση: Πλανάσαι, αν νομίζεις ότι θα υποκύψω.

[αρχ. πλανῶ]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες