Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- πλακωτός -ή -ό [plakotós] Ε1 : (κυρ. ως ουσ.) το πλακωτό, είδος παιχνιδιού στο τάβλι.
[πλακώ(νω) -τός (πρβ. μσν. πλακωτόν `λιθόστρωτο΄)]
Ένα εγχείρημα του Κέντρου Ελληνικής Γλώσσας για την υποστήριξη της ελληνικής γλώσσας στη διαχρονία της: αρχαία ελληνική, μεσαιωνική ελληνική, νέα ελληνική αλλά και στη συγχρονική της διάσταση.
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[πλακώ(νω) -τός (πρβ. μσν. πλακωτόν `λιθόστρωτο΄)]
© 2006 - 2008 Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας | Δικαίωμα Πνευματικής Ιδιοκτησίας | Όροι Χρήσης |