Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: πλακωτός
1 εγγραφή
πλακωτός -ή -ό [plakotós] Ε1 : (κυρ. ως ουσ.) το πλακωτό, είδος παιχνιδιού στο τάβλι.

[πλακώ(νω) -τός (πρβ. μσν. πλακωτόν `λιθόστρωτο΄)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες