Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: πλακατζίδικος
1 εγγραφή
πλακατζίδικος -η -ο [plakadzíδikos] Ε5 : (προφ.) που είναι αστείος, διασκεδαστικός.

[πλακατζ(ής) 1 -ίδικος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες