Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: πλακίδιο
1 εγγραφή
πλακίδιο το [plakíδio] Ο40 : 1. (επίσ.) το πλακάκι: Πλακίδια τοίχων / δαπέδων. 2. είδος φαρμακευτικού παρασκευάσματος.

[λόγ.: 1: πλακ- (δες πλάκα) -ίδιον· 2: σημδ. γαλλ. tablette & αγγλ. tablet]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες