Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: πλαγκτόν
1 εγγραφή
πλαγκτόν το [plaŋgtón] Ο γεν. πλαγκτού (χωρίς πληθ.) : (βιολ.) το σύνολο των (ζωικών και φυτικών) μικροοργανισμών που αιωρούνται στα νερά των θαλασσών και των λιμνών.

[λόγ. < γερμ. Ρlankton < ουδ. του αρχ. επιθ. πλαγκτός `περιπλανώμενος΄]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες