Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: πλήξη
1 εγγραφή
πλήξη η [plíksi] Ο31 : δυσάρεστο συναίσθημα ανίας, βαρεμάρας: Nιώθω μεγάλη / αφόρητη ~.

[λόγ. < αρχ. πλῆξις (-σις > -ση) `χτύπημα΄ σημδ. του λαϊκού βαρεμάρα με ετυμ. ταύτιση προς το βάρεμα (σύγκρ. πλήττω, πληκτικός)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες