Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: πλάτος
1 εγγραφή
πλάτος το [plátos] Ο46 : 1. η μία από τις τρεις διαστάσεις των στερεών σωμάτων, το φάρδος: Οι τρεις διαστάσεις είναι το μήκος, το ~ και το ύψος. 2. η μικρότερη από τις δύο διαστάσεις, των επίπεδων επιφανειών: Tο χωράφι / το οικόπεδο έχει μεγάλο ~ και μικρό μήκος. || (λογοτ., πληθ.) μεγάλη, αχανής έκταση: Στης θάλασσας τα πλάτη. 3. (ειδ., επιστ.) α. (λογ.) ~ μιας έννοιας, το περιεχόμενό της, το σύνολο των παραστάσεων από τις οποίες σχηματίστηκε ή το πλήθος των αντικειμένων στα οποία αναφέρεται: Tο ~ της έννοιας “τραπέζι” είναι όλα τα τραπέζια που υπάρχουν. β. (γεωγρ., αστρον.) γεωγραφικό ~, η γωνιακή απόσταση ενός σημείου της γης ή της ουράνιας σφαίρας από τον ισημερινό: Bόρειο / νότιο (γεωγραφικό) ~, προς βορρά ή προς νότο του ισημερινού. (έκφρ.) σ΄ όλα τα μήκη και τα πλάτη, σε τεράστια έκταση, παντού. γ. (φυσ.) ~ παλμικής κίνησης, η μέγιστη τιμή την οποία φτάνει μια ταλάντωση κατά τη διάρκεια μιας περιόδου.

[1, 2: αρχ. πλάτος· 3α, β: λόγ. < ελνστ. σημ.· 3γ: λόγ. σημδ. γαλλ. amplitude]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες