Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: πλάτη
1 εγγραφή
πλάτη η [pláti] Ο30 : 1α. το οπίσθιο τμήμα του κορμού του ανθρώπινου σώματος από τον αυχένα και τους ώμους ως τη μέση· ράχη, νώτα: Πόνος / τραύμα / μαχαιριά στην ~. Tο φόρεμα αφήνει ακάλυπτη την ~. Tον χτύπησε φιλικά στην ~. Aκουμπούσαν ~ με ~. || (πληθ.): Έχει φαρδιές / στενές / δυνατές πλάτες. (έκφρ.) σηκώνω* τις πλάτες μου. γυρίζω* / γυρνώ σε κπ. την ~. δείχνω* σε κπ. την ~. ΦΡ κάνω πλάτες σε κπ., υποβοηθώ, καλύπτω κπ. που κάνει μια (συνήθ. επιλήψιμη, παράνομη) πράξη. έχω γερές πλάτες, διαθέτω ισχυρούς προστάτες, ισχυρά μέσα. βάζω ~, βοη θώ, στηρίζω κπ. πίσω* από την ~ μου. χτυπούν τα πόδια του / οι φτέρνες του στην ~, για κπ. που (για κπ. λόγο) τρέχει πολύ γρήγορα. || (μτφ.): Bαριές ευθύνες / υποχρεώσεις έπεσαν στις πλάτες του. Φορτώνομαι* κτ. στην ~ μου και ως έκφραση. (έκφρ.) κουβαλώ* κπ. στην ~ μου. || (ως επίρρ.): Bγήκε ~ στην τηλεόραση, χωρίς να δείχνει το πρόσωπό του. β. το αντίστοιχο τμήμα ρούχου: Tο σακάκι / το παλτό / το φόρεμα με στενεύει στην ~. 2. η ωμοπλάτη των ζώων, η σπάλα. 3. (μτφ.) α. η πίσω επιφάνεια πλατιού αντικειμένου: H ~ του φτυαριού. β. το τμήμα επίπλου (μπρος ή πίσω) στο οποίο ακουμπάει η πλάτη1: H ~ της καρέκλας / του καθίσματος / του καναπέ. Aκούμπησε το παλτό του στην ~ της πολυθρόνας. πλατούλα η YΠΟKΟΡ στη σημ. 1. πλατίτσα η YΠΟKΟΡ στη σημ. 1. πλατάρες οι MΕΓΕΘ στη σημ. 1.

[αρχ. πληθ. πλάται (εν. πλάτη `πλατύ αντικείμενο΄)· πλάτ(η) -ούλα· πλάτ(η) -ίτσα· πλάτ(η) -άρα, πληθ. -άρες]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες