Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- πλάνταγμα το [plándaγma] Ο49 : (οικ.) μεγάλη, έντονη στενοχώρια, δυσφορία που οφείλεται σε οργή, αγανάκτηση, ταραχή.
[πλαντακ- (πλαντάζω) -μα με αφομ. ηχηρ. [km > γm] ]