Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: πλάνος
1 εγγραφή
πλάνος -α -ο [plános] Ε4 : (λογοτ.) 1. που ξεγελάει, εξαπατά, παρασύρει με λόγια, υποσχέσεις, κολακείες κτλ.: Tην ξεγέλασε με τα λόγια του τα πλάνα. 2. που είναι πολύ γοητευτικός: Tα μάτια της τα πλάνα τον ξελόγιασαν.

[αρχ. πλάνος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες