Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: πλάνης
1 εγγραφή
πλάνης [plánis] Ε γεν. πλάνητος, αιτ. πλάνητα, πληθ. πλάνητες, γεν. πλανήτων : (λόγ.) που περιπλανιέται, περιφέρεται, μετακινείται χωρίς να έχει μόνιμο τόπο διαμονής: Zει / διάγει πλάνητα βίον. Πλάνητες αστέρες, οι πλανήτες. Πλάνητες πυρετοί, άτακτοι, ακανόνιστοι. || (ως ουσ.) ο πλάνης.

[λόγ. < αρχ. πλάνης]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες