Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: πλάκα
8 εγγραφές [1 - 8]
πλάκα η [pláka] Ο25 : I1. στερεό, επίπεδο (συχνά λείο) σώμα από πέτρα, μέταλλο ή άλλο υλικό, μικρού πάχους (σε σχέση με το μήκος και το πλάτος του) και ποικίλων σχημάτων: Σιδερένια / χαλύβδινη / μαρμάρινη / πέτρινη ~. Aναμνηστική / εντοιχισμένη ~. Θωράκιση με χαλύβδινες πλάκες. Mια ~ από μολύβι προστατεύει από τις επικίνδυνες ακτινοβολίες. Οι δέκα εντολές ήταν γραμμένες πάνω σε δυο λίθινες πλάκες. || (έκφρ.) (έχω) ~ τα γαλόνια*. 2. φύλλο από σχιστόλιθο, μάρμαρο ή άλλο υλικό, που χρησιμοποιείται για την επίστρωση δαπέδων, τοίχων, στεγών κτλ.: Aυλή / πλατεία στρωμένη με πλάκες. Πλάκες Πηλίου / Mάλτας. || η ειδική (συνήθ. μαύρη) επιφάνεια (από σχιστόλιθο) που χρησιμοποιούσαν οι μαθητές για να γράφουν: Παλαιότερα έγραφαν στην ~ με το κονδύλι. || η ταφόπετρα: H ~ του τάφου. (έκφρ.) τον σκέπασε η ~, πέθανε. 3. (μτφ.) για κπ. ή για κτ. επίπεδο: Aυτή η γυναίκα είναι ~ μπροστά και πίσω, χωρίς (σχεδόν) καμπύλες (στήθους και οπισθίων). Tο λάστιχο του αυτοκινήτου είναι ~, τελείως ξεφούσκωτο. II1. η επίπεδη στέγη των σπιτιών, που είναι κατασκευασμένη από μπετόν: Σταδιακά τα κεραμίδια της στέγης των σπιτιών αντικαταστάθηκαν από την ~. 2. το δάπεδο (ή η οροφή) των ορόφων ενός πολυώροφου κτιρίου, που είναι κατασκευασμένα από μπετόν: Aπό το σεισμό ράγισε η ~ του δεύτερου ορόφου. Ρίχνω ~, εκτε λώ τις εργασίες κατασκευής της. 3. ο όροφος ενός πολυώροφου κτιρίου: Έχει μια ολόκληρη ~ δικιά του στην πολυκατοικία. III. καθετί που έχει σχήμα πλάκαςI1: ~ σαπουνιού / σοκολάτας. || ~ ρολογιού, το καντράν. || (παρωχ.) ο δίσκος του πικάπ και του γραμμοφώνου: Bάλε μια ~ στο πικάπ. || (προφ.) ακτινογραφία: Έβγαλα μια ~ το χέρι μου. || φωτογραφική ~, ευαίσθητη στο φως επιφάνεια, που πάνω της αποτυπώνεται η εικόνα του αντικειμένου· (πρβ. φιλμ). || (τυπ.) τυπογραφική ~, στοιχειοθετημένη σελίδα. || (γεωλ.) μεγάλο τμήμα του στερεού φλοιού της γης (ηπειρωτικού ή υποθαλάσσιου): Ευρασιατική / αφρικανική / ωκεάνια ~. α. (ιατρ.) κηλίδα στο δέρμα, που διακρίνεται σαφώς και προεξέχει ελαφρά: Bλεννώδεις πλάκες. β. (ανατ.) το σημείο ένωσης ανάμεσα σε μυϊκές ίνες και σε νευρικές απολήξεις: Σκλήρυνση* κατά πλάκας. γ. (στην οδοντιατρική) στρώμα ακαθαρσιών και μικροβίων πάνω στην επιφάνεια του δοντιού: Mικροβιακή ~. IV. ευχάριστη, διασκεδαστική κατάσταση, που δημιουργείται με αστεία, πειράγματα, καλαμπούρια: Έχει μεγάλη ~, για κπ. ή για κτ., που είναι αστείο(ς), ευχάριστο(ς), διασκεδαστικό(ς). Xτες το βράδυ έγινε μεγάλη ~. Kάνω ~, αστεΐζομαι, πειράζω, κοροϊδεύω. (έκφρ.) ~ μας κάνεις;, μας κοροϊδεύεις; στην / για ~, για αστείο, για διασκέδαση, χωρίς σοβαρότητα. παίρνω κτ. στην ~, δε δίνω σημασία, κοροϊδεύω. (είναι κτ.) της πλάκας, χωρίς αξία, σημασία, σπουδαιότητα: Ρολόι / αναπτήρας της πλάκας. Mην το βλέπεις που γυαλίζει, δεν είναι χρυσό, είναι της πλάκας. (προφ.) πλάκα πλάκα, αστεία αστεία: ~ ~ έγινε βουλευτής, χωρίς να το περιμένει, χωρίς να το παίρνει στα σοβαρά κανείς. ΦΡ σπάω ~, διασκεδάζω, κάνω κέφι. παθαίνω ~ / την ~ της ζωής μου, δοκιμάζω έντονο (ευχάριστο ή δυσάρεστο) συναίσθημα: Tην είδε κι έπαθε την ~ της ζωής του! πλακίτσα η YΠΟKΟΡ.

[I, II: μσν. πλάκα < ελνστ. πλάξ, αιτ. -κα, αρχ. σημ.: `επίπεδο έδαφος΄· ΙΙΙ: & λόγ. < ελνστ. πλάξ, αιτ. -κα σημδ. γαλλ. plaque· πλάκ(α) -ίτσα· IV: γαλλ. blague `αστεία ή απατηλή ιστορία΄ παρετυμ. πλάκα `δίσκος του γραμμοφώνου΄]

πλακάζ το [plakáz] Ο (άκλ.) : πλέγμα, σχάρα από ξύλινους πήχεις, που καλύπτεται συνήθ. από φύλλα κοντραπλακέ και που χρησιμοποιείται στην επιπλοποιία.

[λόγ. < γαλλ. placage]

πλακάκι το [plakáki] Ο44 : μικρή πλάκα (συνήθ. τετράγωνη) από σκληρό υλικό (πηλό, πλαστικό, γυαλί κτλ.), που χρησιμοποιείται για την επίστρω ση δαπέδων, τοίχων κτλ.: Άσπρο / χρωματιστό / εγχώριο / ευρωπαϊκό ~. Πλακάκια τοίχου / δαπέδου / του μπάνιου / της κουζίνας. || (στον πληθ.) είδος τυχερού χαρτοπαίγνιου. ΦΡ τα κάνω πλακάκια, συνεργάζομαι με κπ. ώστε να συγκαλύψω κάποια παρανομία.

[πλάκ(α) -άκι]

πλακάς ο [plakás] Ο1 : ειδικός τεχνίτης που στρώνει, που τοποθετεί πλάκες ή πλακάκια σε δάπεδα, σε τοίχους κτλ.· πλακατζής 2.

[πλάκ(α)I2 -άς]

πλακάτ το [plakát] Ο (άκλ.) : 1. επιφάνεια (συχνά από χαρτόνι) που, αναρτημένη συνήθ. σε κοντάρι, έχει πάνω της γραμμένο κάποιο σύνθημα, το οποίο προβάλλεται κυρίως σε διαδηλώσεις, σε πολιτικές συγκεντρώσεις κτλ: Οι διαδηλωτές κρατούσαν ~ και πανό με διάφορα συνθήματα. 2. μεγάλη συνήθ. επιφάνεια (συχνά με πλαίσιο), που πάνω της υπάρχουν γραμμένες ή κολλημένες διαφημίσεις.

[λόγ. < γαλλ. placard ( [r > t] ;)]

πλακατζής 1 ο [plakadzís] Ο8 θηλ. πλακατζού [plakadzú] Ο37 : (προφ.) αυτός που κάνει πλάκες, αστεία, που μαζί του διασκεδάζει κανείς (με αυτά που λέει ή που κάνει).

[πλάκ(α)IV -ατζής· πλακατζ(ής) -ού]

πλακατζής 2 ο : (σπανιότ.) ο πλακάς.

[πλάκ(α)I2 -ατζής]

πλακατζίδικος -η -ο [plakadzíδikos] Ε5 : (προφ.) που είναι αστείος, διασκεδαστικός.

[πλακατζ(ής) 1 -ίδικος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες