Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: πιόνι
2 εγγραφές [1 - 2]
πιόνι το [pxóni] Ο44 : 1. καθένα από τα δεκαέξι κομμάτια του σκακιού και ιδίως ο στρατιώτης: Kινώ / μετακινώ τα πιόνια. Tα πιόνια ήταν στημένα πάνω στη σκακιέρα. || τα πούλια οποιουδήποτε επιτραπέζιου παιχνιδιού. 2. (μτφ.) άβουλος άνθρωπος, που καθοδηγείται, ελέγχεται ή χρησιμοποιείται από άλλους, υποχείριο, ανδρείκελο: Ήταν ένα ~ στα χέρια της γυναίκας του. Δε θα γίνω ~ σου! || H Ελλάδα ήταν ένα ~ στα παιχνίδια των μεγάλων δυνάμεων.

[λόγ. < γαλλ. pion -ιον]

πιονιέρος ο [pxoéros] Ο18 & πιονιέρης ο [pxoéris] Ο11 θηλ. πιονιέρισσα [pxoérisa] Ο27 : ο πρωτοπόρος σε μια προσπάθεια, σε κάποιους αγώνες.

[λόγ. < γαλλ. pionnier -ος, -ης· λόγ. πιονιέρ(ος) -ισσα]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες