Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
3 εγγραφές [1 - 3] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- πίφερο το [pífero] Ο41 : ξύλινο πνευστό μουσικό όργανο, μικρός πλαγίαυλος.
[ιταλ. piffero]
- πουφ [púf] & πιφ [píf] επιφ. : για έκφραση αηδίας, δυσανασχέτησης, ενόχλησης ή αποστροφής (κυρ. από δυσάρεστη οσμή): ~, κάτι βρομάει!
[ηχομιμ.]
- πουφ το [púf] Ο (άκλ.) : ονομασία καθίσματος που έχει ενιαίο όγκο (χωρίς πόδια, πλάτη, μπράτσα) και κυλινδρικό σχήμα, με κάλυμμα από δέρμα, πλαστικό ή πανί και με γέμιση συνήθ. από αφρολέξ ή από κόκκους φελιζόλ.
[λόγ. < γαλλ. pouf]