Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: πιτυρίδα
1 εγγραφή
πιτυρίδα η [pitiríδa] Ο26 : μικρά κομματάκια δέρματος (λέπια), που πέφτουν από το κεφάλι εξαιτίας της πιτυρίασης: Έχω / πάσχω από ~. Σαπούνι / σαμπουάν κατά της πιτυρίδας.

[ελνστ. *πιτυρίς, αιτ. -ίδα < πίτυρ(ον) `πίτουρο, πιτυρίδα΄ -ίς (σύγκρ. ελνστ. πιτυρίς ἐλαία `ελιά στο χρώμα του πίτουρου΄, ελνστ. πιτύρισμα `πιτυρίδα΄)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες