Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: πιτσίλα
3 εγγραφές [1 - 3]
πιτσίλα η [pitsíla] Ο25 : η πιτσιλάδα. || (σπάν.) η πιτσιλιά.

[πιτσιλ(ίζω) -α (αναδρ. σχημ.)]

πιτσιλάδα η [pitsiláδa] Ο25α : στίγμα, κηλίδα στην ανθρώπινη επιδερμίδα· φακίδα, πανάδα: Πρόσωπο / σώμα / δέρμα γεμάτο πιτσιλάδες.

[πιτσίλ(α) -άδα]

πιτσιλίζω [pitsilízo] -ομαι Ρ2.1 & πιτσιλώ [pitsiló] -άω, -ιέμαι Ρ10.1 : εκτοξεύω με ορμή σταγόνες υγρού ή υδαρούς ουσίας σε κπ. ή σε κτ. με αποτέ λεσμα να το(ν) βρέξω, να το(ν) λερώσω: Tο αυτοκίνητο που πέρασε μας πιτσίλισε με λασπόνερα. Tα ρούχα του ήταν πιτσιλισμένα από / με αίμα / μπογιά / μελάνι.

[ίσως ελνστ. πιτυλίζω `τινάζω συνεχώς με τα χέρια΄ με ισχυροπ. της άρθρ. [ti > tsi] · πιτσιλ(ίζω) μεταπλ. με βάση το συνοπτ. θ. πιστιλισ-]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες