Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: πιστολίζω
1 εγγραφή
πιστολίζω [pistolízo] -ομαι Ρ2.1 : (λαϊκότρ.) πυροβολώ με πιστόλι.

[πιστό λ(ι) -ίζω]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες