Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: πιστάγκωνα
1 εγγραφή
πιστάγκωνα [pistáŋgona] επίρρ. τροπ. : (λαϊκότρ.) πισθάγκωνα.

[μσν. πιστάγκωνα < *πισθάγκωνα με ανομ. τρόπου άρθρ. [sθ > st] < ελνστ. ὀπισθάγκωνα με αποβ. του αρχικού άτ. φων. (< ὄπισθ(εν) + ἀγκών)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες