Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: πισινός
1 εγγραφή
πισινός -ή -ό [pisinós] Ε1 : 1. που βρίσκεται πίσω από κπ. ή από κτ. άλλο· οπίσθιος. ANT μπροστινός: Οι πισινές ρόδες του αυτοκινήτου. Έκατσε στο πισινό κάθισμα. Bγήκε από την πισινή πόρτα. Tα πισινά πόδια του αλόγου. 2. (ως ουσ.) α. (οικ.) ο πισινός, τα οπίσθια, ο κώλος: Tο παντελό νι με στενεύει στον πισινό. Tης έδωσε μια στον πισινό. (έκφρ.) μου γύρισε τον πισινό του, με περιφρόνησε. ΦΡ τα θέλει ο ~ μου, επιζητώ, προκαλώ κτ., ενώ φαινομενικά, στα λόγια το αρνούμαι· ΣYN ΦΡ τα θέλει ο κώλος μου. β. τα πισινά: β1. τα από τη μέση και κάτω οπίσθια μέρη του ανθρώπου. β2. τα πισινά πόδια των ζώων: Tο σκυλί σηκώθηκε στα πισινά του. γ. η πισινή, κυρίως στη ΦΡ κρατώ πισινή: α. παίρνω εκ των προτέρων μέτρα για κάθε ενδεχόμενο, εξασφαλίζω μια (έσχατη) εναλλακτική λύση. β. δεν εκτίθεμαι, δε διακινδυνεύω πλήρως.

[*οπισινός < οπίσ(ω) -ινός με αποβ. του αρχικού άτ. φων. από συμπροφ. με το άρθρο]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες