Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: πιπίλα
2 εγγραφές [1 - 2]
πιπίλα η [pipíla] Ο25 : 1. τεχνητή θηλή, από ελαστικό, που, ως υποκατάστατο της μητρικής, απασχολεί και ηρεμεί τα βρέφη: Παρόλο που μεγάλωσε, δεν άφησε την ~. || το ελαστικό επιστόμιο του μπιμπερό. 2. το πιπίλισμα. 3. (μτφ.) συχνά, επίμονα, κουραστικά επαναλαμβανόμενη αναφορά σε κτ.: H ~ της εθνικοφροσύνης / του από βορρά κινδύνου. ΦΡ κάνω κτ. ~, πιπιλίζω3.

[πιπιλ(ίζω) -α (αναδρ. σχημ.)]

πιπιλίζω [pipilízo] Ρ2.1α & πιπιλάω [pipiláo] Ρ10.1α : 1. γλείφω κτ. με τα χείλη και με τη γλώσσα και σιγά σιγά το λιώνω: ~ μια καραμέλα / ένα χάπι / ένα κομμάτι σοκολάτα. 2. βυζαίνω: ~ το δάχτυλό μου. 3. (μτφ.) αναφέρομαι επανειλημμένα, επίμονα, κουραστικά σε κτ.: Πιπιλίζουν την καραμέλα της Mεγάλης Iδέας. Πιπιλίζει παλιές, φθαρμένες ιδέες. (έκφρ.) ~ το μυαλό κάποιου, τον κουράζω, τον ζαλίζω με φλυαρίες, επίμονες επαναλήψεις κτλ.

[μσν. πιπιλίζω < (;)· πιπιλ(ίζω) μεταπλ. -άω με βάση το συνοπτ. θ. πιπιλισ-]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες