Dictionary of Standard Modern Greek
| 1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
- πιοτό το [pxotó] Ο38 : 1. (οικ.) ποτό, ιδίως οινοπνευματώδες: Πίνει διάφο ρα πιοτά. Είναι άνθρωπος του πιοτού, συνηθίζει να πίνει οινοπνευματώ δη ποτά. 2. η οινοποσία, η κατανάλωση ποτών, ιδίως οινοπνευματωδών: Tο ΄χει ρίξει στο ~.
[μσν. πιοτόν < αρχ. ποτόν με επίδρ. του συνοπτ. θ. πι- του πίνω]



