Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: πινάκα
2 εγγραφές [1 - 2]
πινάκα η [pináka] Ο25 : (λαϊκότρ.) μεγάλο και βαθύ σκεύος (πιάτο) από ξύλο ή από πηλό· γαβάθα, τσανάκα.

[πινάκ(ι) μεγεθ. ]

πίνακας ο [pínakas] Ο5 : 1. μεγάλη ορθογώνια ξύλινη επιφάνεια, βαμμένη συνήθ. μαύρη ή πράσινη, πάνω στην οποία γράφει κανείς με κιμωλία· μαυροπίνακας: Ο δάσκαλος / ο μαθητής γράφει μία άσκηση στον πίνακα. Ο ~ του σχολείου. Γράφω στον / σβήνω τον πίνακα. 2. ορθογώνια επιφά νεια κατάλληλη για την ανάρτηση ανακοινώσεων: ~ ανακοινώσεων. 3. η συστηματική και συνοπτική αναγραφή και παρουσίαση διάφορων πραγμάτων, στοιχείων κτλ. με κάποια ορισμένη τάξη, σειρά: ~ ρημάτων. Λογαριθμικοί / λογιστικοί πίνακες. ~ περιεχομένων. 4. κατάλογος, κατάστα ση: ~ επιτυχόντων / προαγομένων / αποτελεσμάτων. ΦΡ μαύρος* ~. 5. έργο ζωγραφικής: Zωγραφικός ~. Aπό το μουσείο της πόλης κλάπηκαν πίνακες ανυπολόγιστης αξίας. Πίνακες διάσημων ζωγράφων. 6. (ηλεκτρολ.) σύνολο οργάνων και εξαρτημάτων για το χειρισμό και τον έλεγχο της λειτουργίας ηλεκτρικών κυκλωμάτων, μηχανών, εγκαταστάσεων κτλ.: ~ διανομής / ελέγχου / εισαγωγής / εξαγωγής. Γενικός / ενδεικτικός ~.

[λόγ.: 1: αρχ. πίναξ, αιτ. -ακα· 4: ελνστ. σημ.· 2, 3, 5, 6: σημδ. γαλλ. tableau (3: & γαλλ. table, 5: μσν. σημ.: `σανίδα για ζωγράφισμα΄)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες