Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: πικραντικός
1 εγγραφή
πικραντικός -ή -ό [pikrandikós] Ε1 : που καθιστά κτ. πικρό. ANT γλυκα ντικός.

[λόγ. επίθ. < ελνστ. επίρρ. πικραντικῶς `με πικρό τρόπο΄ (αναδρ. σχημ.) κατά τη σημ. του αντ. γλυκαντικός]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες