Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
6 εγγραφές [1 - 6] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- πικέ το [piké] Ο (άκλ.) : είδος βαμβακερού υφάσματος με ανάγλυφα υφαντικά σχήματα· πικές. || (ως επίθ.): Kουβέρτα ~.
[λόγ. < γαλλ. piqué]
- πικεδένιος -α -ο [pikeδé
os] Ε4 : που είναι κατασκευασμένος από πικέ (ύφασμα): Πικεδένια κουβέρτα. [πικεδ- (πικές) -ένιος]
- πικές ο [pikés] Ο13 : είδος βαμβακερού υφάσματος με ανάγλυφα υφαντικά σχήματα.
[< πικέ με προσαρμ. στη δημοτ. κατά τα άλλα αρσ. -ές]
- πικέτα η [pikéta] Ο25 : επιφάνεια, συνήθ. από χαρτόνι, πάνω στην οποία είναι γραμμένα αιτήματα ή συνθήματα (πολιτικά, κοινωνικά) και την οποία περιφέρουν διαδηλωτές σε πορείες.
[ιταλ. picchetto < γαλλ. piquet, τροπή σε θηλ. ίσως με βάση τον πληθ. (τα) πικέτα]
- πικέτο το [pikéto] Ο39 : είδος παλαιότερου χαρτοπαίγνιου.
[ιταλ. picchetto < γαλλ. piquet]
- πικετοφορία η [piketoforía] Ο25 : πορεία διαδηλωτών, που έχουν γραμμένα τα αιτήματα ή τα συνθήματά τους πάνω σε πικέτες, τις οποίες είτε κρατούν ψηλά (προσαρμοσμένες σε ξύλα) είτε τις φορούν μπροστά τους (κρεμασμένες από το λαιμό τους): Mετά τη συγκέντρωση θα γίνει ~.
[λόγ. πικέτ(α) -ο- + -φορία (< -φόρ(ος) -ία) απόδ. γαλλ. piquets de grève]