Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- πιθηκισμός ο [piθikizmós] Ο17 : άκριτη, τυφλή και (συνήθ.) αδέξια μίμηση, αντιγραφή: ~ ξένων προτύπων / συμπεριφορών / τρόπων ζωής.
[λόγ. < αρχ. πιθηκισμός `κουτοπονηριές, τσαλίμια΄ σημδ. γαλλ. singerie]