Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: πιεστικός
1 εγγραφή
πιεστικός -ή -ό [piestikós] Ε1 : που ανήκει ή που αναφέρεται στην πίεση. 1. που ασκεί πίεση, που λειτουργεί με πίεση: Πιεστικό μηχάνημα. ~ κοχλίας. || (ως ουσ.) το πιεστικό, ειδικό μηχάνημα (αντλία), που αυξάνει την πίεση του νερού σε δίκτυο ύδρευσης (συνήθ. σε κτίρια κτλ.): Bάλαμε πιεστικό, γιατί το νερό δεν έφτανε στο πέμπτο πάτωμα. 2. (μτφ.) που πιέζει, που εξαναγκάζει, που στενοχωρεί: Πιεστικές ανάγκες / ερωτήσεις. Πιεστική συμπεριφορά. πιεστικά ΕΠIΡΡ στη σημ. 2: Ρωτώ / ζητώ κτ. ~.

[λόγ. πίεσ(ις) -τικός, απόδ.: 1: αγγλ. pressurizer· 2: γαλλ. pressant]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες