Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: πιεστής
1 εγγραφή
πιεστής ο [piestís] Ο7 : ειδικός τεχνίτης που χειρίζεται το τυπογραφικό πιεστήριο.

[λόγ. πιεσ(τήριον) -τής (πρβ. ελνστ. πιεστήρ `που πιέζει΄)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες