Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- πιεστής ο [piestís] Ο7 : ειδικός τεχνίτης που χειρίζεται το τυπογραφικό πιεστήριο.
[λόγ. πιεσ(τήριον) -τής (πρβ. ελνστ. πιεστήρ `που πιέζει΄)]
Ένα εγχείρημα του Κέντρου Ελληνικής Γλώσσας για την υποστήριξη της ελληνικής γλώσσας στη διαχρονία της: αρχαία ελληνική, μεσαιωνική ελληνική, νέα ελληνική αλλά και στη συγχρονική της διάσταση.
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[λόγ. πιεσ(τήριον) -τής (πρβ. ελνστ. πιεστήρ `που πιέζει΄)]
| © 2006 - 2008 Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας | Δικαίωμα Πνευματικής Ιδιοκτησίας | Όροι Χρήσης |