Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- πιατικό το [pxatikó] Ο38 : (πληθ.) το σύνολο κάθε είδους και μεγέθους πιάτων και γενικότερα σκευών σερβιρίσματος του φαγητού: Εγώ θα πλύνω τα πιατικά, εσύ τα ποτήρια και τα μαχαιροπίρουνα. || (σπάν. εν., συνήθ. ειρ.): Ποιος θα το πλύνει όλο αυτό το ~ που μαζεύτηκε;
[πιάτ(ο) -ικό, ουδ. του -ικός]