Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: πηκτικός
1 εγγραφή
πηκτικός -ή -ό [piktikós] Ε1 : που προκαλεί πήξη, που μεταβάλλει κτ. υγρό, ρευστό σε στερεό: Πηκτικό οξύ.

[λόγ. < ελνστ. πηκτικός]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες