Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- πηγεμός ο [pijemós] Ο17 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του πηγαίνω, μετά βαση. ANT ερχομός: Ο ~ ήταν εύκολος αλλά ο ερχομός δύσκολος.
[πηγαί(νω) -μός (ορθογρ. απλοπ.)]