Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- πηγαινέλα το [pijenéla] Ο (άκλ.) : (προφ.) 1. η μετάβαση κάπου και η επιστροφή από εκεί· αλερετούρ: Tα εισιτήρια κοστίζουν χίλιες δραχμές ~. 2. συχνή, επανειλημμένη κίνηση μετάβασης και επιστροφής που συχνά δηλώνει βιασύνη, έντονη κινητικότητα κτλ.: Aρχίσανε τα ~.
[προστ. πήγαινε + έλα με αποφυγή της χασμ.]