Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: πηγαινέλα
1 εγγραφή
πηγαινέλα το [pijenéla] Ο (άκλ.) : (προφ.) 1. η μετάβαση κάπου και η επιστροφή από εκεί· αλερετούρ: Tα εισιτήρια κοστίζουν χίλιες δραχμές ~. 2. συχνή, επανειλημμένη κίνηση μετάβασης και επιστροφής που συχνά δηλώνει βιασύνη, έντονη κινητικότητα κτλ.: Aρχίσανε τα ~.

[προστ. πήγαινε + έλα με αποφυγή της χασμ.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες