Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: πευκώνας
1 εγγραφή
πευκώνας ο [pefkónas] Ο2 : μικρό δάσος με πεύκα, χώρος κατάφυτος από πεύκα.

[λόγ. < ελνστ. πευκών, αιτ. -ῶνα]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες