Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: πετσί
6 εγγραφές [1 - 6]
πετσί το [petsí] Ο43 : (προφ.) 1. δέρμα ανθρώπου ή κατεργασμένο δέρμα ζώου. (έκφρ.) (είμαι / γίνομαι) ~ και κόκαλο*. σηκώνεται το ~ κάποιου, για συναισθήματα τρόμου, φρίκης, αηδίας, δυσάρεστης έκπληξης κτλ. σώζω το ~ μου, σε συνθήκες κινδύνου, φροντίζω αποκλειστικά για τη δική μου διάσωση. δεν μπορεί να βγει από το ~ του, δεν μπορεί να αλλάξει. μπήκε στο ~ μας, για κτ. το οποίο έχει γίνει δεύτερη φύση μας. μπαίνω στο ~ ενός ρόλου, συνήθ. για ηθοποιό που έχει ταυτιστεί πλήρως με τον υποδυόμενο ήρωα, που ερμηνεύει τέλεια το ρόλο του. γνωρίζω κτ. στο ~ μου, για δυσάρεστη εμπειρία. ΦΡ του άργασαν* το ~. πουλάω ακριβά το ~ μου, υπερασπίζομαι τη ζωή μου ως την τελευταία στιγμή, προκαλώντας στον αντίπαλο μεγάλη ζημιά· ΣYN ΦΡ πουλάω ακριβά το τομάρι μου. 2. (μτφ.) α. για άνθρωπο πολύ σκληρό και ανάλγητο: Mην προσπαθήσεις να τον πείσεις· είναι ~. β. Tο κρέας έγινε (σαν) ~, πολύ σκληρό, δε μασιέται εύκολα. πετσάκι το YΠΟKΟΡ.

[μσν. πετσί(ο)ν < πέτσ(α) -ίον ή *πεσκίον υποκορ. του σπάν. ελνστ. πέσκος `δέρμα΄]

πετσιάζω [petsxázo] Ρ2.1α : 1. (προφ.) για παχύρρευστη συνήθ. επιφάνεια πάνω στην οποία σχηματίζεται πέτσα, κρούστα: Πέτσιασε το γιαούρτι. || Πέτσιασε η πληγή. 2. γίνομαι (σαν) πετσί: Πέτσιασε το κρέας, δεν τρώγεται.

[μσν. πετσιάζω < πέτσ(α) -ιάζω]

πέτσιασμα το [pétsxazma] Ο49 : (προφ.) η δημιουργία πέτσας, κρούστας πάνω σε μια παχύρρευστη συνήθ. επιφάνεια.

[μσν. πετσίασμα < πετσιασ- (πετσιάζω) -μα με συνίζ. για αποφυγή της χασμ.]

πετσικάρισμα το [petsikárizma] & πιτσικάρισμα [pitsikárizma] Ο49 : (προφ.) η στρέβλωση του ξύλου.

[πετσικαρισ- (πετσικάρω), πιτσικαρισ- (πιτσικάρω) -μα]

πετσικάρω [petsikáro] Ρ6α μππ. πετσικαρισμένος & πιτσικάρω [pitsikáro] Ρ6α μππ. πιτσικαρισμένος : (προφ.) για σκληρή επιφάνεια που έχει χάσει τη φόρμα της, που έχει υποστεί στρέβλωση, που έχει κυρτώσει: Πετσικάρανε τα σανίδια του δαπέδου.

[ιταλ. pizzicar(e) `τσιμπάω΄ ( [i > e] ;)]

πέτσινος -η -ο [pétsinos] Ε5 : δερμάτινος: Πέτσινη τσάντα. Πέτσινα γάντια. Πέτσινο μπουφάν.

[πετσ(ί) -ινος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες