Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: πετσέτα
1 εγγραφή
πετσέτα η [petséta] Ο25 : 1. μικρό κομμάτι ύφασμα, συνήθ. τετράγωνο, που χρησιμοποιείται στο τραπέζι κατά το γεύμα: Tραπεζομάντιλο με έξι πετσέτες. ~ του φαγητού. Σκούπισε τα χείλη στην ~. || ~ της κουζίνας, για το σκούπισμα των σκευών. 2. κομμάτι από ειδικό απορροφητικό ύφασμα, συνήθ. σε παραλληλόγραμμο σχήμα και σε διάφορα μεγέθη, που χρησιμοποιείται στο μπάνιο για το σκούπισμα του σώματος: ~ του μπάνιου. ~ του προσώπου / των χεριών. πετσετούλα η YΠΟKΟΡ. πετσετάκι το YΠΟKΟΡ 1. μικρή πετσέτα. 2. μικρό κέντημα για τραπέζι· σεμεδάκι.

[μσν. πετσέτα < ιταλ. pezzetta `μικρό κομμάτι πανί΄ (δες πέτσαπετσέτ(α) -ούλα]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες