Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: πετροχημεία
1 εγγραφή
πετροχημεία η [petroximía] Ο25 : κλάδος της βιομηχανικής χημείας με αντικείμενο τη μελέτη και την εφαρμογή μεθόδων παρασκευής χημικών προϊόντων από το πετρέλαιο.

[λόγ. < γαλλ. pétrochimie < pétro- = πετρο- 2 + chimie = χημεία]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες