Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: πετροκέρασο
1 εγγραφή
πετροκέρασο το [petrokéraso] Ο41 : είδος κερασιού· ο καρπός της πετροκερασιάς.

[πετρο- 1 + κεράσ(ι) -ο]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες