Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- πετεινά τα [petiná] Ο38 : στην έκφραση τα ~ του ουρανού, τα πουλιά, ως πλάσματα του Θεού απόλυτα αφημένα στην πρόνοιά του.
[αρχ. τά πετεινά `τα πετούμενα΄]
- πετεινάρι το [petinári] Ο44 : 1. ο μικρός κόκορας. 2. (μτφ.) περιπαικτικός χαρακτηρισμός ευερέθιστου, ευέξαπτου νεαρού αγοριού.
πετειναράκι το YΠΟKΟΡ. [μσν. πετεινάριον `πουλάκι΄ < πετειν(όν) -άριον κατά την εξέλ. της σημ. του πετεινός]