Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: πεταχτός
1 εγγραφή
πεταχτός -ή -ό [petaxtós] Ε1 : 1. που προεξέχει: Πεταχτά μάτια. Πεταχτή κοιλιά. Έχει πεταχτά μήλα προσώπου. 2. περιπαικτικός συνήθ. χαρακτηρισμός προσώπου με κινήσεις ζωηρές και χαριτωμένες, που όμως δείχνουν κάποια επιπολαιότητα και ελαφρότητα: Πεταχτή κοπέλα. || (ως ουσ.) η πεταχτή, που είναι ιδιαίτερα επιρρεπής σε ερωτικές περιπέτειες. 3. που γίνεται γρήγορα, βιαστικά: Πεταχτό φιλί. (επιρρ. έκφρ.) στα πετα χτά, γρήγορα, βιαστικά: Φάγαμε κάτι στα πεταχτά. Tον είδα στα πεταχτά. 4. (ως ουσ.) το πεταχτό, το πρώτο χοντρό κονίαμα σε τοίχο: Ρίχνω το πεταχτό. πεταχτούλης -α -ικο YΠΟKΟΡ.

[πετακ- (πετώ) 1 -τός με ανομ. τρόπου άρθρ. [kt > xt] · πεταχτ(ός) -ούλης]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες