Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- πεταρίζω [petarízo] Ρ2.1α : 1. φτερουγίζω ελαφρά. 2. (μτφ.) για ελαφρές και συνεχείς συσπάσεις: Πεταρίζει το μάτι μου. Πεταρίζει η καρδιά μου, σκιρτά από λαχτάρα για κτ.
[συμφυρ. πετ(ώ) + (λαχτ)αρίζω]