Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: πεταλουργός
1 εγγραφή
πεταλουργός ο [petalurγós] Ο17 : τεχνίτης που κατασκευάζει πέταλα.

[λόγ. < ελνστ. πεταλουργός]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες