Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
3 εγγραφές [1 - 3] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- πεσιμισμός ο [pesimizmós] Ο17 : 1. (φιλοσ.) η αντίληψη ότι το κακό επικρατεί πάνω στο καλό σε έναν κόσμο που κατά βάση είναι δημιούργημα μιας θέλησης αδιάφορης στο καλό ή στο κακό· η θεωρία σύμφωνα με την οποία στη ζωή ο πόνος είναι η μόνη πραγματικότητα, η ζωή είναι γεμάτη θλίψη και δεινά και τα πάντα έχουν φαινομενική μόνο αξία: Tη θεωρία του πεσιμισμού ανέπτυξε συστηματικά ο Σοπενχάουερ. 2. απαισιοδοξία: Tάσεις πεσιμισμού. Επικρατεί κλίμα απογοήτευσης και πεσιμισμού για το μέλλον.
[λόγ. < γαλλ. pessimisme (-isme = -ισμός)]
- πεσιμιστής ο [pesimistís] Ο7 θηλ. πεσιμίστρια [pesimístria] Ο27 : 1. ο οπαδός της φιλοσοφικής θεωρίας του πεσιμισμού, συχνά και ως επίθ.: Πεσιμιστές φιλόσοφοι. 2. ο απαισιόδοξος.
[λόγ. < γαλλ. pessimiste (-iste = -ιστής)· λόγ. πεσιμισ(τής) -τρια]
- πεσιμιστικός -ή -ό [pesimistikós] Ε1 : που αναφέρεται στον πεσιμισμό: α. ως φιλοσοφική θεωρία: Πεσιμιστική θεωρία / αντίληψη. β. ως ψυχική διάθεση και στάση ζωής: Πεσιμιστικές προβλέψεις. Πεσιμιστικό ύφος.
[λόγ. πεσιμιστ(ής) -ικός]