Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: περόνη
1 εγγραφή
περόνη η [peróni] Ο30 : 1α. μικρή, αιχμηρή ράβδος που διατρυπά και συνδέει ή στερεώνει δύο ή περισσότερα πράγματα (λ.χ. στοιχεία μηχανισμού): H ~ μιας χειροβομβίδας. β. (αρχαιολ.) είδος πόρπης. 2. (ανατ.) το πίσω οστό της κνήμης.

[λόγ. < αρχ. περόνη]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες