Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: περουζές
1 εγγραφή
περουζές ο [peruzés] Ο13 : είδος πολύτιμου λίθου με γαλαζοπράσινο χρώμα.

[τουρκ. peruze (από τα περσ.) ]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες