Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- περμανάντ η [permanánt] Ο (άκλ.) : τρόπος περιποίησης των μαλλιών για να γίνουν και να διατηρηθούν (για αρκετό χρόνο) σγουρά: Kάνω ~.
[λόγ. < γαλλ. permanente σήμα κατατ.]