Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: περμανάντ
1 εγγραφή
περμανάντ η [permanánt] Ο (άκλ.) : τρόπος περιποίησης των μαλλιών για να γίνουν και να διατηρηθούν (για αρκετό χρόνο) σγουρά: Kάνω ~.

[λόγ. < γαλλ. permanente σήμα κατατ.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες