Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: περιόστεο
1 εγγραφή
περιόστεο το [periósteo] Ο40 : (ανατ.) περίβλημα, λευκό ή ωχρόλευκο, των οστών.

[λόγ. < ελνστ. περιόστεον]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες