Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: περιωπή
1 εγγραφή
περιωπή η [periopí] Ο29 (μόνο στη γεν. εν.) : α. εξέχουσα κοινωνική θέση, μεγάλη κοινωνική εκτίμηση ή αναγνωρισμένη αξία: Άνθρωπος / επιστήμονας περιωπής. (έκφρ.) έχω κπ. / κτ. πολύ περιωπής, το(ν) εκτιμώ πολύ, του αποδίδω μεγάλη αξία. β. ΦΡ από (θέση) περιωπής, από ανώτατη θέση, δηλαδή χωρίς προκαταλήψεις· (πρβ. αφ΄ υψηλού): Εξετάζω / κρίνω κτ. από περιωπής.

[λόγ.: β: αρχ. περιωπή `θέση με πλατιά θέα΄· α: σημδ. γαλλ. haut placé]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες