Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- περιχύνω [perixíno] -ομαι Ρ αόρ. περιέχυσα, απαρέμφ. περιχύσει, παθ. αόρ. περιχύθηκα, απαρέμφ. περιχυθεί, μππ. περιχυμένος : χύνω υγρό σε όλη την επιφάνεια πράγματος, το βρέχω καλά: Περιχύνουμε το γλυκό με το σιρόπι. Περιχύνουμε το ψητό με σάλτσα.
[μσν. περιχύνω < αρχ. περιχέω μεταπλ. κατά το χέω > χύνω]