Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- περιφερικός -ή -ό [periferikós] Ε1 : που έχει σχήμα περιφέρειας ή περίπου περιφέρειας· κυκλικός, κυκλοτερής: Περιφερική τροχιά.
[λόγ. < γαλλ. périphérique < périphér(ie) < αρχ. περιφέρ(εια) -ικός]