Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- περιστόμιο το [peristómio] Ο40 : ό,τι περιβάλλει το στόμιο ενός τεχνικού έργου, μιας κατασκευής κτλ.: Tο ~ ενός πηγαδιού / ενός φρεατίου / ενός σωλήνα.
[λόγ. < ελνστ. περιστόμιον]