Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- περιστέρα η [peristéra] Ο25 : (λαϊκότρ.) θηλυκό περιστέρι. || (λαϊκ.) ως χαϊδευτική ερωτική προσφώνηση γυναίκας.
[μσν. περιστέρα μεγεθ. του περιστέρ(ι) -α]
- περιστερά η [peristerá] Ο24 : α. (λόγ.) το περιστέρι. ΦΡ αθώα / λευκή ~, ειρωνικά για πρόσωπο που παριστάνει ότι δεν έχει καμία συμμετοχή σε πράξη επιλήψιμη: Mας κάνει / παριστάνει / υποκρίνεται την αθώα ~. β. για πρόσωπο που, από μια υψηλή ηγετική θέση, υποστηρίζει φιλειρηνική πολιτική. ANT ιέρακας, γεράκι: Οι περιστερές του αμερικανικού υπουργείου άμυνας.
[λόγ. < αρχ. περιστερά `περιστέρι΄ σημδ. γαλλ. colombe & αγγλ. dove με βάση τη διήγηση του κατακλυσμού στην Π.Δ.]